σκαριφησμός

σκαριφησμός
ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α
ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο
νεοελλ.
ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων εμβολιασμών καθώς και για κοφτές βεντούζες
μσν.-αρχ.
1. ξύσιμο
2. (ρητορ.) επιπόλαιη, ανόητη έκφραση
3. φρ. «σκαριφησμοί λήρων» — φλυαρίες που παρουσιάζουν μικρά και ασήμαντα πράγματα ως μεγάλα και σπουδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφῶμαι (από το θ. τού αορ. σκαριφησ-) + κατάλ. -μός (πρβλ. ναυαγ-ησ-μός: ναυαγῶ, νουθετ-ησ-μός: νουθετῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαριφησμοῖς — σκαριφησμός a scratching up masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαριφησμοῖσι — σκαριφησμός a scratching up masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαριφησμοί — σκαριφησμός a scratching up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαρίφημα — το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι] νεοελλ. 1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο 2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα μσν. αρχ. ξύσιμο, σκαριφησμός* …   Dictionary of Greek

  • σκαριφηθμός — ὁ, Α βλ. σκαριφησμός …   Dictionary of Greek

  • σκαριφισμός — ο, Ν [σκαριφίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκαριφίζω, χάραγμα, ξύσιμο 2. ιατρ. σκαριφησμός 3. εθνολ. τελετουργική επιφανειακή χαραγή τού δέρματος, κυρίως στο πρόσωπο, που εφαρμόζεται από ορισμένους λαούς ως ένδειξη τής κλάσης ηλικίας… …   Dictionary of Greek

  • σκαρφηθμός — ὁ, Α βλ. σκαριφησμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”