- σκαριφησμός
- ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Αελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσονεοελλ.ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων εμβολιασμών καθώς και για κοφτές βεντούζεςμσν.-αρχ.1. ξύσιμο2. (ρητορ.) επιπόλαιη, ανόητη έκφραση3. φρ. «σκαριφησμοί λήρων» — φλυαρίες που παρουσιάζουν μικρά και ασήμαντα πράγματα ως μεγάλα και σπουδαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφῶμαι (από το θ. τού αορ. σκαριφησ-) + κατάλ. -μός (πρβλ. ναυαγ-ησ-μός: ναυαγῶ, νουθετ-ησ-μός: νουθετῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.